cólquico - ορισμός. Τι είναι το cólquico
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cólquico - ορισμός


colquic-      
el.comp. antepositivo, do gr. kolkhikós,ós,ón 'cólquico, relativo à Cólquida' ou a kolkhikón,oû 'cólquico, planta venenosa', esta, na nomenclatura botânica e farmacopaica, a partir de Lineu (1707-1778) no lat.cien. colchicum e nos vern. a partir do sXIX: colquicácea , colquicáceo , colquícea , colquiceína , colquiceinamida , colquíceo , colquicina , colquicínico , colquicinizar , colquicinomitose , colquicinomitótico , cólquico , colquicóidea / colquicoídea , colquicóideo / colquicoídeo , colquiplóide
cólquico      
s.m. (-1873 cf. DV)
1 -angios design. comum às plantas do gên. Colchicum , da fam. das colquicáceas, com 65 spp. que ocorrem da Europa e Norte da África à Etiópia, Somália, centro da Ásia e Norte da Índia, muito cultivadas, esp. como ornamentais, com muitos híbridos e variedades de flores dobradas, e para obtenção de alcalóides
2 -farm tintura feita dos colmos e sementes dessas plantas, esp. da dama-nua ( Colchicum autumnale ), ricos em colquicina e outrora us. como analgésico, esp. contra a gota
-etim lat.cien. gên. Colchicum (1735), do lat. colchìcum,i gr. kolkhikón,oû 'cólquico, planta venenosa'; ver colquic- ; f.hist. 1873 cólchico
cólquico      
adj (gr kolkhikós)
1 Pertencente ou relativo à Cólquida, região da Ásia.
2 Natural da Cólquida
sm O habitante ou natural de Cólquida.